τετραποδητί

τετραποδητί
τετραποδητί
on all fours
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τετραποδητί — ΝΑ επίρρ. (για άνθρωπο που προχωρεί με τα χέρια και με τα πόδια) με τα τέσσερα, μπουσουλώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ητί (< ρηματ. επίθ. σε η τος), πρβλ. ἀμαχ ητί, ἀτιμωρ ητί] …   Dictionary of Greek

  • τετραποδί — Α επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ί (πρβλ. ἀσιτ ί)] …   Dictionary of Greek

  • τετραποδιστί — ΜΑ επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἱππ ιστί, νομ ιστί)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”